Sunday, April 22, 2018

Η Πράσινη


[5/400]

Δε θυμάμαι πολλές λεπτομέρειες από την απόκτηση της Πράσινης. Νομίζω πως το αγόρασα από δεύτερο χέρι κάποια στιγμή το 2012. Τότε είχα πια επιστρέψει μόνιμα στην Αθήνα, είχα ξεκινήσει μεταπτυχιακό και συγκατοικούσα με τη Ν. και τις δυο γάτες της στο Κουκάκι. Το δωμάτιό μου ήταν μικρό, μα τρομερά φωτεινό. Το μεγαλύτερο μέρος του καταλάμβανε ένα διπλό μεταλλικό κρεββάτι από το οποίο έπεφταν οι τάβλες. Στον τοίχο είχα κολλήσει τρεις τεράστιες κατακόκκινες παπαρούνες, κρεμούσα τα ρούχα μου σε μια κρεμάστρα πίσω από την πόρτα και όσα βιβλία δε χωρούσαν στην άσπρη στενή βιβλιοθήκη, βρίσκονταν παραταγμένα το ένα πλάι στο άλλο σε ένα μικρό μπλε γραφειάκι που είχα μαζέψει από τα σκουπίδια.

Παγώσαμε εκείνον τον χειμώνα, κι ας πληρώναμε 200 ευρώ κοινόχρηστα κάθε μήνα. Η μια γάτα ήταν σε οίστρο και κατουρούσε παντού, κυρίως στα παπούτσια μου. Με τη Ν. είχαμε φτιάξει ένα τρομερά περίπλοκο σχέδιο για το πώς να ειδοποιούμε η μία την άλλη σε περίπτωση που δεν ήμασταν μόνες στο σπίτι, το οποίο εντέλει δε δοκιμάστηκε ποτέ στην πράξη. Ήταν η χρονιά που πήγα στην Αίγυπτο και η χρονιά που γνώρισα τον Κ. Βασικά, ήταν η τελευταία χρονιά των 20s μου. Ούτε που φανταζόμουν τότε ότι πέντε χρόνια μετά θα ήμουν παντρεμένη με παιδί, μεταπτυχιακό σε εκκρεμότητα και αλλεργία στις γάτες. Ίσως γι' αυτό να μου φαίνεται και τόσο μακρινό...

Α, ναι, η Πράσινη! Η 11χρονη Πράσινη ζει με τη μάγισσα μητέρα της, η οποία ανυπομονεί να εμφανίσει και η κόρη της μαγικές ικανότητες. Μα προς μεγάλη της απογοήτευση, η Πράσινη καθόλου δε νοιάζεται για αυτό και θα προτιμούσε να παραμείνει ένα απλό κορίτσι. Όταν οι μαγικές της ικανότητες εμφανίζονται, η μητέρα αποφασίζει να τη στέλνει μια φορά την εβδομάδα στη γιαγιά, μπας και εκείνη καταφέρει να της αλλάξει μυαλά. Χάρη στη γιαγιά, που είναι ανοιχτόκαρδη και όχι μονόχνωτη σαν τη μητέρα, η Πράσινη έρχεται κοντά με το αγόρι που της αρέσει και βλέπει ότι η μαγεία έχει και τα καλά της.

Η Πράσινη αγοράστηκε μαζί με δυο τρία άλλα βιβλία της σειράς "Πατάρι" των εκδόσεων Ελληνικά Γράμματα, μιας και είχα διαβάσει κι άλλα στο παρελθόν και γενικά έβρισκα τις επιλογές τους ενδιαφέρουσες. Απ' ό,τι θυμάμαι, μετέφραζαν πολλή γαλλική παιδική-νεανική λογοτεχνία και μια από τις υπεύθυνες της σειράς (τα πρώτα χρόνια τουλάχιστον) ήταν η Ζωρζ Σαρή. Το συγκεκριμένο το βρήκα διασκεδαστικό, παρότι κάπως παιδιάστικο. Οι χαρακτήρες είχαν πλάκα, κυρίως η υπέροχα στριμμένη, κυνική και αυτάρκης μητέρα. Η πλοκή επικεντρώνεται κυρίως στο ρεαλιστικό κομμάτι της ιστορίας και όχι τόσο στο φανταστικό, ενώ το νήμα της αφήγησης περνά με τη σειρά από τον έναν χαρακτήρα στον άλλον. Εν κατακλείδι, δεν ήταν τίποτα το τρομερά σπουδαίο και ανεπανάληπτο, μου φάνηκε πάντως αρκετά ευχάριστο.

3 ***

Saturday, April 21, 2018

Ακόμα και οι μπαμπάδες

[4/100]

Ο Μανόλης αγαπά τα σκυλιά, θέλει να τα χαϊδεύει και να παίζει μαζί τους. Ο πατέρας του από την άλλη, που είναι κυνηγός, δεν τα βλέπει παρά ως εργαλεία χρήσιμα στο κυνήγι. Αυτή η αντίθετη οπτική τους απέναντι στα ζώα γενικότερα δημιουργεί προστριβές στην αρχή κάθε κυνηγετικής περιόδου. Φέτος όμως ο Μανόλης, με αφορμή το ακριβό τηλεκατευθυνόμενο αυτοκίνητο που του χάρισε ο πατέρας του, αποφασίζει να μην κάτσει με σταυρωμένα χέρια.

Επικροτώ την επιλογή θέματος από τον συγγραφέα και όλη την κριτική που η ιστορία ασκεί με αφορμή το κυνήγι σε όλη αυτή την κουλτούρα που προωθεί ως "σωστή" αντρική συμπεριφορά τη βία, τα όπλα και τη σκληρότητα. Υπάρχουν πολλά παιδικά βιβλία που ανατρέπουν τα στερεότυπα φύλου όσον αφορά τους ρόλους και τις συμπεριφορές που παραδοσιακά αποδίδονταν στα κορίτσια και θεωρώ σημαντικότατο να γραφτούν άλλα τόσα που να κάνουν το ίδιο και για τα αγόρια. Η πατριαρχία βάζει και τους άντρες σε καταπιεστικά καλούπια και προωθεί μοτίβα συμπεριφοράς που, πέρα από τον κόσμο, την κοινωνία και τις γυναίκες, βλάπτουν και τους ίδιους. 

Having said that, το τέλος δε μου φάνηκε καθόλου, μα καθόλου ρεαλιστικό. Δεν υπάρχει περίπτωση να συμφωνούσαν όντως ο παππούς και η μητέρα του Μανόλη με το σχέδιό του. Αδυνατώ να πιστέψω ότι υπάρχει έστω και ένας ενήλικας που θα του επέτρεπε να κάνει κάτι τόσο μα τόσο επικίνδυνο.  No fucking way.

Cosmétique de l'Ennemi

[3/400]

Άλλο ένα γαλλικό βιβλίο που αγόρασα στις Βρυξέλλες το καλοκαίρι του 2014 και κουβαλήθηκε αδιάβαστο μαζί μου πίσω στην Ελλάδα. 

Η ιστορία διαδραματίζεται στην αίθουσα αναμονής ενός αεροδρομίου. Ο πρωταγωνιστής, Jerome Angust, περιμένει την πτήση του όταν κάθεται δίπλα του ένας άγνωστος, ονόματι Textor Texel, και του πιάνει κουβέντα. Παρότι ο Jerome συμμετέχει απρόθυμα, ο άγνωστος συνεχίζει να τον ενοχλεί, εμπλέκοντας τον σε ένα αλλόκοτο διανοητικό παιχνίδι. Ποιος είναι επιτέλους αυτός ο Textor Texel και γιατί θέλει τόσο πολύ να μιλήσει στον Jerome; 

Σύντομο, ευκολοδιάβαστο, με αλλεπάλληλες ανατροπές, η δομή του μου θύμισε πολύ το Variations Enigmatiques, ένα θεατρικό έργο τοy Eric-Emmanuel Schmitt, το οποίο είχα μεταφράσει κάποτε στο πλαίσιο των σπουδών μου. (Μήπως ενδιαφέρεται κανείς να το ανεβάσουμε; Ε; Ε;) Τώρα που το σκέφτομαι, και το Cosmetique de l'Ennemi προσφέρεται τρομερά για θεατρική  διασκευή: έχει σταθερό setting, το μεγαλύτερο κομμάτι του αποτελείται από διάλογο και χωρίζεται φυσικά σε τρία μέρη. Ίσως μάλιστα να λειτουργούσε καλύτερα ως παράσταση. 

3 ***

Παρεμπιπτόντως, είναι το 3ο βιβλίο της Nothomb που διαβάζω, η γραφή της μου αρέσει σταθερά και έχω δύο ακόμη δικά της που με περιμένουν να τα διαβάσω.

(ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Αυτό πράγμα με τους Γάλλους που μαλώνουν, βρίζονται, πλακώνονται, αλλά εξακολουθούν να χρησιμοποιούν πληθυντικό ευγενείας, ποτέ μου δεν το χώνεψα).

Inconnu à Cette Adresse

Η πρώτη μου σκέψη με το που τελείωσα το βιβλίο αυτό ήταν: "Wtf just happened?!"  Όταν το ξεκίνησα, ήμουν ξαπλωμένη, προετοιμαζόμουν για ύπνο και βασικά το είχα πιάσει διότι ήταν μικρό, πάρα πολύ μικρό, ίσως το μικρότερο από τα αδιάβαστά μου, και άρα θα έφευγε εύκολα και γρήγορα. Το είχα αγοράσει το καλοκαίρι του 2014 στις Βρυξέλλες για τον ίδιο ακριβώς λόγο. Η συντομία του το καθιστούσε ιδανικό για να εξασκήσω τα γαλλικά μου, αν και εντέλει επέστρεψε αδιάβαστο μαζί μου στην Ελλάδα.

Η υπόθεση του επιστολικού αυτού βιβλίου του 1938 είναι η εξής: Ο Μαξ και ο Μάρτιν είναι δύο Γερμανοί έμποροι τέχνης, φίλοι και συνεργάτες, που ζουν στο Σαν Φρανσίσκο. Ο πρώτος είναι Εβραίος, ο δεύτερος όχι. Το 1932 ο Μάρτιν με την οικογένειά του επιστρέφει στη Γερμανία και ξεκινά να αλληλογραφεί με τον Μαξ. Η αλληλογραφία τους από το 1932 έως το 1934 μαρτυρά την άνοδο του ναζισμού, τη μεταστροφή του Μάρτιν και τη διάλυση της φιλίας τους. Αρκετά δεν είναι αυτά για ούτε 80 σελίδες βιβλίου τσέπης;

Όχι! Υπάρχουν κι άλλα! Προδοσία! Εκδίκηση! Οικογενειακά δράματα! Ανατροπές! Με ξάφνιασε ευχάριστα, ίσως επειδή δεν είχα καθόλου υψηλές προσδοκίες και δεν περίμενα τίποτα παραπάνω από μια απλή και αναμενόμενη ιστορία. Υπήρξαν μάλιστα κάποια λεπτά που αμφέβαλα για τα γαλλικά μου και διάβαζα και ξαναδιάβαζα τα ίδια σημεία για να πειστώ ότι, ναι, αυτό που νομίζω έγινε!

3.5 εντελώς απρόσμενα αστέρια
[2/400]

Friday, April 20, 2018

Ο Δεσποινίς "Μοναχικές Καρδιές"


Όποτε σκέφτομαι τα Παζάρια Βιβλίου, ειδικά εκείνα που γίνονταν στην Κλαυθμώνος, απευθείας μου έρχονται στο μυαλό εκείνα τα μεγάλα ορθογώνια αυτοκόλλητα από λευκό χαρτί, που ήταν κολλημένα στο οπισθόφυλλο του βιβλίου και στα οποία αναγραφόταν η τιμή.

Δεν ξέρω πώς και γιατί τα έκαναν έτσι, αλλά δεν ξεκολλούσαν με τίποτα τα άθλια, κι αν το προσπαθούσες, είτε μισοξεφλουδίζονταν είτε έφευγε μαζί τους και το χαρτί του οπισθόφυλλου είτε (στην καλύτερη περίπτωση) άφηναν πίσω τους μια κολλώδη στάμπα. 

Τα είχα βάλει με άφθονα από δαύτα, ώσπου κάποτε παραδέχτηκα την ήττα μου και έκτοτε ούτε που τα άγγιζα. Γι' αυτό λοιπόν ξέρω μετά βεβαιότητας ότι τον Miss Lonelyhearts τον αγόρασα στο Παζάρι Βιβλίου τον Ιανουάριο του 2009. Τελικά τον διάβασα τον Μάιο του 2017. Αναμφίβολα θα είχα καθυστερήσει κι άλλο αν δεν έμπαινε σε εφαρμογή το πρότζεκτ "400 Αδιάβαστα".

Κατά τη διάρκεια του ξεκαθαρίσματος, πηγαινοερχόταν από τη στοίβα "Τα κρατάω" στη στοίβα "Τα δίνω". Η περίληψη του οπισθοφύλλου δε με πολυενδιέφερε, από την άλλη μου άρεσε τρομερά ο τίτλος, άσε που ήταν και μικρό, με το ζόρι 100 σελίδες. Είπα λοιπόν να ρίξω μια ματιά στις πρώτες σελίδες, ώστε να αποφασίσω μια και καλή για την τύχη του και κατέληξα να το διαβάσω επιτόπου. 

Όταν το έκλεισα, η πρώτη μου σκέψη ήταν "τι έχανα τόσο καιρό!" Οφείλω να πω ότι τώρα δεν το πολυθυμάμαι και καθώς σκεφτόμουν τι θα έγραφα σε αυτό το ποστ, αναρωτήθηκα μήπως αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αναπροσαρμόσω τη βαθμολογία μου, σήμερα όμως όλως τυχαίως διάβασα ότι "the best book is the one you can't remember" και πήρα την απάντησή μου. Εξάλλου, το γεγονός ότι δεν το πολυθυμάμαι σημαίνει ότι θα το ξαναδιαβάσω σχετικά σύντομα και αυτό μόνο ως θετικό το κρίνω!

Βρισκόμαστε στη Νέα Υόρκη του 1930. Ο "Δεσποινίς Μοναχικές Καρδιές" είναι ένας άντρας δημοσιογράφος που έχει αναλάβει τη στήλη που απαντά στα γράμματα των αναγνωστών. Οι συνάδελφοί του δεν τον πολυεκτιμούν, ούτε ο ίδιος πολυεκτιμά αυτούς που του γράφουν. Μα τα ερωτήματα όσων του γράφουν, ερωτήματα σοβαρά, ενίοτε υπαρξιακά, αρχίζουν να τον επηρεάζουν. Ο δεσποινίς Μοναχικές Καρδιές τα βγάζει πέρα πίνοντας, παραμελώντας την αρραβωνιαστικιά του και βρίσκοντας ερωμένες.  Μια ιστορία σκληρή, μα γραμμένη με μαύρο χιούμορ, η ένταση της οποίας ακολουθεί συνεχώς ανοδική πορεία ως την τελευταία παράγραφο.

Βαθμολογία: 4 κάλλιο-αργά-παρά-ποτέ αστέρια
[1/400]